- ενάσκηση
- [-ις (-εως)] η использование, осуществление (права); пользование (правом, положением, властью и т. п.);
ενάσκηση επαγγέλματος — работа по специальности
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ενάσκηση επαγγέλματος — работа по специальности
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ενάσκηση — η άσκηση, χρησιμοποίηση, χρήση («η ενάσκηση τών εκλογικών δικαιωμάτων») … Dictionary of Greek
έθιμο — Κάθε ομαδική αντίληψη ή πίστη που εκδηλώνεται έμπρακτα και επανειλημμένα, ώστε να αποτελεί παράδοση (για παράδειγμα, η νύφη πρέπει να φορά πέπλο στον γάμο). Ένα άλλο γνώρισμα του ε. είναι πως αυτό συνιστά μια αυθόρμητη εκδήλωση, με την έννοια πως … Dictionary of Greek
αδίκημα — Πράξη ή παράλειψη αντίθετη με τους νομικούς κανόνες, που έχει ως αποτέλεσμα τη βλάβη ή την προσβολή ενός δημόσιου ή ιδιωτικού αγαθού (ζωή, τιμή, περιουσία κλπ. ατόμων, ακεραιότητα, παραβίαση μυστικών κλπ. της χώρας, ασφάλεια του κρατούντος… … Dictionary of Greek
ιπποκρατισμός — ο ιατρική που στηρίζεται στη θεωρία και στις αρχές τού Ιπποκράτη, σύμφωνα με τις οποίες ο γιατρός πρέπει να ακολουθεί τη φύση κατά την ενάσκηση τού θεραπευτικού έργου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Ἱπποκράτης] … Dictionary of Greek